αριβάρω

αριβάρω
1. καταπλέω, φθάνω κάπου
2. πηγαίνω κάπου χωρίς να με περιμένουν, εμφανίζομαι ανεπιθύμητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. arrivare «φθάνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αριβάρω — αριβάρω, αριβάρισα βλ. πίν. 55 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αριβάρω — (λ. ιταλ.), ισα, καταφθάνω, καταπλέω: Όπου να ναι αριβάρει ο φίλος μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”